- μελαγχίτων
- μελαγ-χίτων, ωνος, mit schwarzem Unterkleide, schwarz gekleidet u. übertr. traurig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελαγχίτων — μελαγχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α, Μ μελαχίτων) βλ. μελανοχίτωνας … Dictionary of Greek
μελαγχίτων — with black raiment masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχίτωνες — μελαγχίτων with black raiment masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελανοχίτωνας — ο (Α μελαγχίτων, ωνος, ὁ, ἡ, Μ μελαχίτων) αυτός που φορά μαύρο χιτώνα νεοελλ. πληθ. οι μελανοχίτωνες α) ονομασία τών ιταλικών φασιστικών ομάδων που ίδρυσε ο Μπ. Μουσολίνι από αφοσιωμένους οπαδούς του, οι οποίοι φορούσαν μαύρα χιτώνια β) επίλεκτο… … Dictionary of Greek